Άλλο ένα τιμητικό βραβείο στον ιδρυτή μας
Πρότυπο Ανθρώπου, Οικογενειάρχη και Επιχειρηματία
Τιμητικό βραβείο απονεμήθηκε πρόσφατα στον ιδρυτή της οικογενειακής επιχείρησης Pitenis. Η βράβευσή του διεξήχθη στο πλαίσιο της 1ης Έκθεσης και του παράλληλου Συνεδρίου με τίτλο «Η Δυτική Μακεδονία της Δημιουργίας και της Καινοτομίας», που πραγματοποιήθηκε από τις 7 έως τις 9 Φεβρουαρίου 2023 στο Εκθεσιακό Κέντρο Δυτικής Μακεδονίας, στα Κοίλα Κοζάνης.
Το τριήμερο αυτό διοργάνωσαν η Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας, το Περιφερειακό Ταμείο Ανάπτυξης Δυτικής Μακεδονίας, το Περιφερειακό Συμβούλιο Έρευνας και Καινοτομίας, καθώς και η Δομή RIS Δυτικής Μακεδονίας, με κύριο στόχο την αξιοποίηση καινοτόμων αποτελεσμάτων έργων και δράσεων από επιχειρήσεις, ερευνητές, εφευρέτες, πανεπιστήμια και ερευνητικά ιδρύματα.
Έχοντας συμβάλει όσο λίγοι στη σύνδεση της επιχειρηματικότητας με την καινοτομία, ο 86χρονος σήμερα Αγαμέμνων Πιτένης δεν θα μπορούσε να λείπει από τα τιμώμενα πρόσωπα.
Μιλώντας για το ξεκίνημα της εταιρείας Pitenis, εξήγησε πως «απέκτησα πολλούς πελάτες ή μάλλον φίλους –διότι με τους πελάτες μου είχαμε γίνει και φίλοι– που ακόμα τους έχουμε πελάτες».
Με το χέρι στην καρδιά τόνισε από το βήμα της εκδήλωσης: «Η επιτυχία αυτής της επιχείρησης δεν οφείλεται αποκλειστικά σε μένα. Οφείλεται στα παιδιά μου, οι οποίοι μπήκαν με όρεξη, με ζήλο και πάνω απ’ όλα με πίστη στην ποιότητα του προϊόντος». Και συμπλήρωσε: «Εκείνο που περισσότερο με ικανοποιεί είναι ότι κατόρθωσα να κρατήσω τα παιδιά μου –και τα τέσσερα αγόρια που έχω– εδώ, στην πόλη μας, την Κοζάνη».
Στο τέλος της σύντομης ομιλίας του ο Αγαμέμνων Πιτένης έδωσε μια ζεστή αγκαλιά στον Αντιπεριφερειάρχη Ανάδειξης Πολιτιστικής Κληρονομιάς και Απασχόλησης κ. Γεώργιο Βαβλιάρα, από τον οποίο και παρέλαβε τον τιμητικό έπαινο της Περιφέρειας για την πολύπλευρη και πολυετή συνεισφορά του στην οικονομική ζωή του τόπου μας.
«Νιώθω πραγματική συγκίνηση», δήλωσε από πλευράς του ο Αντιπεριφερειάρχης. «Καταρχάς ο Αγαμέμνων έκανε μια υπέροχη οικογένεια… Η ιδιωτική πρωτοβουλία στο μεγαλείο της!» τόνισε, μιλώντας με τα πλέον εγκωμιαστικά σχόλια για τον βραβευθέντα.
Αγωνιστής της ζωής, ο κ. Μένιος –όπως είναι ευρύτερα γνωστός– ξεκίνησε κυριολεκτικά από το μηδέν.
Με την πολύτιμη βοήθεια της πολυαγαπημένης αείμνηστης συζύγου του Θεοδώρας, κατάφερε να παραδώσει την επιχειρηματική «σκυτάλη» στους τέσσερις γιους του, οι οποίοι δημιούργησαν μία πανελλαδικής και διεθνούς εμβέλειας βιομηχανία γκουρμέ τροφίμων.
Όπως έχει αναφέρει ο ίδιος σε παλαιότερη συνέντευξη, οι ελληνικές επιχειρήσεις οφείλουν να επενδύσουν στην εξωστρέφεια και να στραφούν σε ξένες αγορές.
Αν και συνταξιούχος, βρίσκεται κάθε μέρα στο εργοστάσιο δίπλα στα παιδιά του, τα οποία επίσης χαίρεται να συνοδεύει στα επαγγελματικά ταξίδια τους. Συμμετέχει στις εκθέσεις των προϊόντων Pitenis και όπου αλλού χρειαστεί για επαγγελματικό σκοπό, ενώ έχει βραβευτεί από πολλούς αξιόλογους φορείς για το σπουδαίο του έργο και την επιχειρηματική του δράση.
Η συμβουλή του προς όλους τους Έλληνες επιχειρηματίες: «Δεν πρέπει ποτέ να χάσουμε την ΑΓΑΠΗ προς το προϊόν ή την υπηρεσία που παράγουμε». Άλλωστε, οι αξίες της επιχειρηματικότητας που πρεσβεύει δεν είναι άλλες από την αγάπη γι’ αυτό που κάνει, τη σκληρή προσπάθεια, την υπομονή, την επιμονή και το όραμα για το μέλλον.
Ομιλία και βράβευση του κ. Μένιου στην έναρξη του τριημέρου:
Ο βενιαμίν μιας φτωχής οικογένειας
O Αγαμέμνων Πιτένης είναι γέννημα θρέμμα της Κοζάνης και ιδρυτής της οικογενειακής επιχείρησης Pitenis, μιας από τις μεγαλύτερες σήμερα εταιρείες παραγωγής και εμπορίας τροφίμων στην Ελλάδα.
Ο πατέρας του Δημήτριος Πιτένης ήταν Βλάχος που γεννήθηκε το 1888 στη Σαμαρίνα Γρεβενών. Την περίοδο του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου αιχμαλωτίστηκε, μαζί με άλλους Έλληνες, και στάλθηκε στη Γερμανία. Εκεί υποχρεώθηκε να γίνει εργάτης σε βιομηχανία όπλων. Οι γονείς του στην Ελλάδα τον θεωρούσαν νεκρό, με αποτέλεσμα να του κάνουν όλα τα μνημόσυνα. Όταν, ύστερα από τέσσερα χρόνια, εμφανίστηκε μπροστά τους ζωντανός, έζησαν στιγμές μεγάλης χαράς και λαχτάρας.
Ο Δημήτριος Πιτένης παντρεύτηκε τη βλάχικης καταγωγής Στεργιανή Μόκια, επίσης από τη Σαμαρίνα. Το ζευγάρι απέκτησε από τον γάμο του πέντε παιδιά, τον Ιωάννη, τη Χάιδω, τον Κωνσταντίνο, τη Μαρία και τον Αγαμέμνονα. Η οικογένεια έφυγε κάποια στιγμή από τη Σαμαρίνα και εγκαταστάθηκε στην Κοζάνη, όπου ο Δημήτριος Πιτένης εργάστηκε ως καπνεργάτης μέχρι τη συνταξιοδότησή του. Στη συνέχεια δραστηριοποιήθηκε ως μεσίτης ελληνοαυστριακής εταιρείας που αγόραζε καπνό. Ήταν άνθρωπος που έχαιρε της εκτίμησης όλων των συμπολιτών του στην Κοζάνη. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής (1941-1944) πολλοί τον παρότρυναν να συνεργαστεί με τους κατακτητές και να γίνει μεταφραστής τους επειδή ήξερε τη γερμανική γλώσσα, αλλά εκείνος δεν το έκανε. Προτίμησε να αγωνίζεται για ένα κομμάτι ψωμί και με αυτό να ταΐζει την οικογένειά του.
Ο βενιαμίν της οικογένειας, ο Αγαμέμνων, γεννήθηκε στις 20 Δεκεμβρίου 1936. Φοίτησε στο δημοτικό σχολείο της πόλης του και έπειτα στο Βαλταδώρειο έως την τρίτη γυμνασίου. Από τα επτά του χρόνια ο μικρός Μένιος, όπως τον φωνάζανε, βοηθούσε όσο μπορούσε στο καφενείο που είχαν τα δύο μεγαλύτερα αδέλφια του, κουβαλώντας καφέδες στα καταστήματα της γειτονιάς.
Ο μεγάλος καημός του πατέρα του ήταν ένα τουλάχιστον από τα παιδιά του να σπουδάσει. Δουλειά όμως και σχολείο δεν μπορούσαν να συμβαδίσουν. Όταν ο Αγαμέμνων έφτασε έως την τρίτη γυμνασίου, ο πατέρας του αποφάσισε να συνεχίσει, ως εσώκλειστος, στο φημισμένο τότε Τραμπάντζειο Οικοτροφείο και Γυμνάσιο της Σιάτιστας. Για να μείνει εκεί το παιδί έπρεπε να πληρώσει, κι έτσι ο πατέρας του έστελνε τις 200 από τις 240 δραχμές που κέρδιζε από την εργασία του.
Ανήσυχο και δημιουργικό πνεύμα
Γρήγορα ο Αγαμέμνων διακρίθηκε για τις επιδόσεις του στον κλασικό και στον ομαδικό αθλητισμό. Οι ομάδες βόλεϊ και μπάσκετ της Σιάτιστας, που δημιουργήθηκαν εκείνη την εποχή με αρχηγό τον Αγαμέμνονα, έμειναν στην ιστορία για τις διακρίσεις τους. Ειδικότερα, η ομάδα βόλεϊ έμεινε αήττητη τα τρία χρόνια που υπήρξε ο Αγαμέμνων αρχηγός της.
Το οικοτροφείο-σχολείο της Σιάτιστας ήταν ξακουστό. Στις τάξεις του σπούδασαν μεγάλες προσωπικότητες. Έτσι, ο ίδιος πάντα αισθανόταν πολύ τυχερός που φοίτησε στο Τραπάντζειο.
Πριν ακόμη αποφοιτήσει από το Τραμπάντζειο, πέθανε ο πατέρας του, αφήνοντας την πολυμελή οικογένεια και τις υποχρεώσεις της στα χέρια των δύο μεγαλύτερων αγοριών του.
Τελειώνοντας το εξατάξιο γυμνάσιο, το 1957, ο Αγαμέμνων πήγε στην Αθήνα για να δώσει εξετάσεις προκειμένου να εισαχθεί στη Γυμναστική Ακαδημία, καθώς έτρεφε μεγάλη αγάπη για τον αθλητισμό. Εξετάστηκε σε αγωνίσματα στο Καλλιμάρμαρο, κι ενώ τα πήγε πολύ καλά, τελικά δεν έγινε αποδεκτός στην Ακαδημία. Την εποχή εκείνη έπαιζαν σημαντικό ρόλο οι γνωριμίες, τις οποίες ο ίδιος δεν διέθετε. Παρ’ όλα τα προσόντα του και παρά τη στήριξη των δασκάλων του, τα πέτρινα χρόνια της μετεμφυλιακής Ελλάδας δεν του έδωσαν την ευκαιρία να εισέλθει στη Γυμναστική Ακαδημία, που ήταν ο μεγάλος του πόθος.
Απογοητευμένος, πήγε αμέσως να υπηρετήσει τη στρατιωτική θητεία του, ως έφεδρος αξιωματικός. Όταν απολύθηκε, εισήλθε δυναμικά στον επιχειρηματικό στίβο, ιδρύοντας επιχειρήσεις είτε με τον αδελφό του Κωνσταντίνο Πιτένη είτε με τρίτους συνεργάτες.
Την περίοδο 1953-1993 εργάστηκε στο μπακάλικο «Πιτένης», το οποίο ίδρυσε με τα αδέλφια του Ιωάννη και Κωνσταντίνο, του οποίου οι κόρες λειτουργούν την επιχείρηση μέχρι και σήμερα. Το 1993 παραιτήθηκε λόγω επέκτασης της σημερινής βιομηχανίας παραγωγής και εμπορίας τροφίμων.
Την περίοδο 1961-1963 ξεκίνησε την επιχείρηση ξηρών καρπών «Πιτένης-Τσικριτζής», με συνέταιρο τον Λάζαρο Τσικριτζή, την οποία λειτουργεί ακόμα ο υιός του Νικόλαος Τσικριτζής. Το 1963 παραιτήθηκε, όταν ο αδελφός του Κωνσταντίνος χειρουργήθηκε στο στομάχι, και ο Αγαμέμνων αναγκάστηκε να κρατάει μόνος του το μπακάλικο.
Το 1967 ο Αγαμέμνων Πιτένης παντρεύτηκε τη γυναίκα της ζωής του Θεοδώρα Αβαράκη, γεννημένη το 1947 με καταγωγή από τον Πλατανιά Χανίων. Όταν την πρωτογνώρισε, άρχισε να την πολιορκεί με καντάδες. «Υπήρχαν φορές που έκαναν καντάδες σαράντα άτομα στη Δώρα», έχει διευκρινίσει. Το ζευγάρι απέκτησε τέσσερις γιους.
Από το 1968 έως το 1973 διατηρούσε το ιστορικό για την πόλη της Κοζάνης καφέ «El Greco», μαζί με τον αδελφό του Κωνσταντίνο και τον φίλο του Στέφανο Πάφα. Το καφέ υπήρχε με το ίδιο όνομα μέχρι πριν από μερικά χρόνια. Το 1973 παραιτήθηκε γιατί είχε ξεκινήσει, έναν χρόνο πριν, να κάνει δοκιμές για να παρασκευάσει τις πασίγνωστες πλέον σαλάτες του.
Ενδιάμεσα, το 1971, ίδρυσε την ντίσκο «Tiffani’s», που είχε μεγάλη επιτυχία και απήχηση στον κόσμο. Την πούλησε όμως έναν χρόνο μετά, το 1972, όταν, αφού εργαζόταν το πρωί στο μπακάλικο, το απόγευμα στην καφετέρια και το βράδυ στην ντίσκο, συνειδητοποίησε ότι τα δύο μικρά τότε παιδιά του, τριών και δύο χρονών αντίστοιχα, τον αποκαλούσαν «παππού», αποκαλώντας «μπαμπά» τον πεθερό του.
Ο πεθερός του ονομαζόταν Νικόλαος Αβαράκης. Γεννήθηκε το 1901 στον Πλατανιά του νομού Χανίων Κρήτης. Παντρεύτηκε την Ανδρονίκη Βάιλου, γεννημένη το 1921 με καταγωγή από τη Μικρά Ασία. Ο ίδιος ήταν ενωμοτάρχης και το 1954 πήρε μετάθεση στην Κοζάνη. Εκεί πήγε με τη γυναίκα του και την κόρη τους Θεοδώρα, που τότε ήταν μόλις επτά ετών. Έτσι, η Θεοδώρα Αβαράκη βρέθηκε ξαφνικά στην Κοζάνη. Λίγο πριν τελειώσει το εξατάξιο γυμνάσιο της Κοζάνης, ερωτεύτηκε τον μετέπειτα σύζυγό της Αγαμέμνονα Πιτένη. Ο Νικόλαος Αβαράκης δυσκολεύτηκε να συναινέσει στον γάμο. Βλέποντας όμως τη μεγάλη επιμονή του Αγαμέμνονα, έδωσε τελικά τη συγκατάθεσή του.
Όταν το ζευγάρι, για να παντρευτεί, χρειάστηκε να πάει στο ληξιαρχείο, η Θεοδώρα ανακάλυψε ότι ήταν υιοθετημένη από τη ληξιαρχική πράξη γεννήσεώς της. Το γεγονός αυτό τη συντάραξε, όπως ήταν φυσικό.
Όπως αναφέρει ο Αγαμέμνων Πιτένης: «Η ζωή μάς επιφυλάσσει περίεργες καταστάσεις, άλλοτε ευχάριστες και άλλοτε δυσάρεστες… Χωρίς δεύτερη σκέψη, κατεβήκαμε στην Κρήτη, μαζί με τους θετούς γονείς της, για να γνωρίσουμε τους ανθρώπους που έφεραν στη ζωή τη γυναίκα μου. Όταν φτάσαμε στο πατρικό της, ήταν ήδη μαζεμένα όλα τα αδέλφια της με τις οικογένειές τους – ένα μικρό “χωριό”».
Η στιγμή που συναντήθηκαν μάνα και κόρη ήταν απερίγραπτη. Συνταρακτική ήταν και η απάντηση της κυρα-Ελένης όταν άκουσε τη Θεοδώρα να την αποκαλεί μητέρα: «Κορίτσι μου, μητέρα σου είναι αυτή που σε μεγάλωσε κι όχι εγώ».
Η Θεοδώρα δεν έχασε ούτε στιγμή την κρητική της υπερηφάνεια. Ο μικρότερος γιος της, ο Στυλιανός Αβαράκης Πιτένης, ασχολείται με την κρητική παράδοση ως φόρο τιμής στη μητέρα του. Μάλιστα, το 2010 ανέλαβε Πρόεδρος του Συλλόγου Κρητών Νομού Κοζάνης. Έχοντας συμβάλει αποτελεσματικά σε όλους τους συλλόγους Κρητών της Μακεδονίας, το 2011 εξελέγη τιμητικά Πρόεδρος της Ένωσης Κρητικών Συλλόγων Μακεδονίας.
Ο «πραγματικός» πεθερός του Αγαμέμνονα ήταν ο Κωνσταντίνος Αβαράκης. Γεννημένος στον Πλατανιά Χανίων, ήταν αγρότης. Απέκτησε με την Ελένη επτά παιδιά. Την εποχή εκείνη το φαινόμενο της υιοθεσίας παιδιών μεταξύ αδελφών ήταν συνηθισμένο. Έτσι, ο Κωνσταντίνος Αβαράκης έδωσε το τρίτο από τα επτά παιδιά του, τη μικρή Θεοδώρα, στον αδελφό του Νικόλαο, ο οποίος δεν είχε παιδιά.
Η γεύση της επιτυχίας
Στα μέσα του 1972, καθώς ο εκ Θεσσαλονίκης προμηθευτής σαλάτας αδυνατούσε να ανταποκριθεί στις αυξημένες ανάγκες του μπακάλικου στην Κοζάνη, ο Αγαμέμνων Πιτένης αποπειράθηκε να φτιάξει μόνος του τις δικές του συνταγές. Οι πρώτες του προσπάθειες απέβησαν άκαρπες.
Το πείσμα του όμως τον οδήγησε να μετατρέψει μια μικρή αποθήκη πίσω από το σπίτι του σε ένα μικρό εργαστήριο παραγωγής σαλάτας. Ξεκίνησε το μικρό αυτό εργαστήριο με τον αδελφό του Κωνσταντίνο και τον φίλο του Στέφανο Πάφα, μετέπειτα κουμπάρο του. Τον πρώτο χρόνο άκαρπων προσπαθειών παραιτήθηκε από το εγχείρημα ο Στέφανος Πάφας, που αδυνατούσε να επενδύσει περαιτέρω και αποχώρησε.
Μετά από πολλούς πειραματισμούς, ατελείωτα ξενύχτια και αποτυχημένες προσπάθειες, ο Αγαμέμνων Πιτένης κατάφερε να δημιουργήσει τις δικές του συνταγές. Τα νέα του δημιουργήματα άρχισαν να πουλιούνται μέσα από το μπακάλικο και να γίνονται ανάρπαστα στην περιοχή της Κοζάνης.
Το 1975 λοιπόν αποφάσισε την ίδρυση της Βιοτεχνίας Σαλατών «Πιτένης», στην οποία συμπεριέλαβε και τον αδελφό του, μεταφέροντας επίσημα την παραγωγή σε νέο χώρο, μόλις 150 τ.μ. Έτσι, το εργαστήριο απέκτησε άδεια λειτουργίας και οι σαλάτες του προσωπικότητα.
Από το 1975 έως το 1988, παράλληλα με τις τότε επιχειρηματικές του ιδιότητες, ο ακούραστος Αγαμέμνων Πιτένης ασχολήθηκε και με τα κοινά του τόπου του. Έτσι, το 1975 εξελέγη Πρόεδρος στο 11ο Δημοτικό Σχολείο Κοζάνης, όπου και επανεκλεγόταν συνεχώς έως το 1988, όταν αποσύρθηκε. Τότε το σχολείο τον τίμησε με τον τίτλο του Επίτιμου Προέδρου. Επιπλέον, το 1978 εξελέγη Δημοτικός Σύμβουλος Κοζάνης, αναλαμβάνοντας καθήκοντα Αντιπροέδρου Δημοτικού Συμβουλίου, θέση στην οποία παρέμεινε έως το 1982.
Το 1985, όταν η ζήτηση για τα προϊόντα της εταιρείας είχε κορυφωθεί στην πόλη, μεταφέρθηκαν σε νέες εγκαταστάσεις 300 τ.μ., στα Κοίλα Κοζάνης, ξεκινώντας ταυτόχρονα τα πρώτα δρομολόγια εκτός Κοζάνης, με εμβέλεια τους νομούς της Δυτικής Μακεδονίας.
Οι πελάτες συνεχώς διευρύνονταν, και το 1993 η βιοτεχνία πέρασε αποκλειστικά στα χέρια του Αγαμέμνονα Πιτένη, με αφορμή τη συμμετοχή στην εταιρεία του πρωτότοκου γιου του, Δημητρίου, ο οποίος επέστρεψε στην Ελλάδα μετά το πέρας των πτυχιακών και των μεταπτυχιακών σπουδών του στο Λονδίνο. Ο Αγαμέμνων, ως αντάλλαγμα, παραχώρησε τη συμμετοχή του στο μπακάλικο, όπως και άλλα περιουσιακά στοιχεία στον αδελφό του Κωνσταντίνο.
Το 1995 γύρισε και ο δεύτερος γιος του, Νικόλαος, από τις σπουδές του στο Λονδίνο. Όλοι μαζί αποφάσισαν να μεταφέρουν τη βιοτεχνία σε μεγαλύτερες και σύγχρονες υποδομές συνολικού εμβαδού 14.000 τ.μ., με κτηριακές εγκαταστάσεις 2.000 τ.μ., συμμετέχοντας με πρόγραμμα στον Αναπτυξιακό Νόμο, ώστε να μπορέσουν να καλύψουν την ολοένα αυξανόμενη ζήτηση της τοπικής αγοράς για σαλάτες και να εμπλουτίσουν την γκάμα των παραγόμενων προϊόντων, μετατρέποντάς τη στη σημερινή επωνυμία «Αφοί Α. Πιτένη ΑΒΕΕ».
Από το 1997 έως το 1998 ολοκλήρωσαν τις σπουδές τους και οι τελευταίοι δύο γιοι του, Ανδρέας και Στυλιανός, και προστέθηκαν στο δυναμικό της εταιρείας, η οποία είχε πια τελειώσει το χρηματοδοτικό πρόγραμμα και λειτουργούσε στις νέες της εγκαταστάσεις. Η παραγωγή περιλάμβανε πλέον δεκαεννέα νέες συνταγές σαλάτας, αλλά και τρεις νέες σειρές προϊόντων, ψαρικά και μαλάκια σε ελαιόλαδο, γεμιστά τουρσάκια με τυρί και dressings, ξεπερνώντας στο σύνολο τους 100 κωδικούς.
Έτσι, ο 62χρονος τότε Αγαμέμνων Πιτένης αποφάσισε να συνταξιοδοτηθεί, έχοντας στο τιμόνι της επιχείρησης τέσσερις άξιους συνεχιστές, που κι αυτοί, όπως και ο πατέρας τους, από μικροί συμμετείχαν στην καθημερινή αγωνία των γονιών τους, στον δύσκολο, αλλά ταυτόχρονα όμορφο αυτόν αγώνα της συνεχούς προσπάθειας για το καλύτερο.
Μία καταπληκτική γυναίκα
Συνοδοιπόρος στις επιχειρηματικές δραστηριότητες του Αγαμέμνονα αποτέλεσε ο μεγάλος του έρωτας, η Θεοδώρα. Ποτέ δεν έλειψε από κοντά του στις χαρές και στις λύπες, ενώ ανταποκρίθηκε ταυτόχρονα σε πολλούς ρόλους, της νοικοκυράς που πάντα το σπίτι της ήταν ανοιχτό για όλους, της μάνας που ανέθρεψε και μεγάλωσε τέσσερα παλικάρια, αλλά και της άξιας συζύγου, βοηθού και συμπαραστάτριας σε όλα τα εγχειρήματα του άντρα της.
Η άδικη τύχη της Θεοδώρας δεν της έδωσε την ευκαιρία να απολαύσει μαζί με τον αγαπημένο της Μένιο, όπως τον φώναζε, τα επιτεύγματα των τεσσάρων τους παιδιών, που έχουν πλέον ταξιδέψει τα προϊόντα Pitenis σε όλο τον κόσμο. Το 2000 σε τυχαία εξέταση διαγνώστηκε με καρκίνο του μαστού και, παρ’ όλες τις προσπάθειες που έκανε όλη η οικογένεια για να τη σώσει, υπέκυψε τελικά το 2006. Ήταν μόλις 59 ετών και πρόλαβε να γνωρίσει μόνο τα δύο πρώτα από τα έξι εγγόνια της.
Η Θεοδώρα είχε έμφυτο ταλέντο στη ζωγραφική και ζωγράφιζε μέχρι το τέλος της ζωής της. Φιλοτέχνησε πολλούς πίνακες, που κοσμούν τα σπίτια των τεσσάρων γιων της. Πριν πεθάνει ζωγράφιζε με το ένα χέρι της, καθώς το άλλο είχε πρόβλημα λόγω της ασθένειάς της. Τους τελευταίους δύο μήνες της ζωής της ζωγράφιζε ασταμάτητα για να προσφέρει όσο περισσότερους πίνακες μπορούσε στα παιδιά της.
Ήταν μία καταπληκτική γυναίκα, μια κοκέτα, πάντα περιποιημένη ως και το τέλος της. Αγαπούσε πολύ να έχει το σπίτι της ανοιχτό και γεμάτο κόσμο. Αμέτρητα ήταν τα τραπεζώματα που έκανε σε φίλους και γνωστούς της οικογένειας, σε κάθε ευκαιρία που έβρισκε, όπως και τα πάρτι στις γιορτές των παιδιών της. Ήταν κάτι που δεν την κούραζε, αλλά απεναντίας την ευχαριστούσε.
Αν και έφυγε πολύ νέα, ρούφηξε τη ζωή ως το μεδούλι, αφήνοντας πίσω της μια πολύ δεμένη οικογένεια.